- εμμηνορραγικός
- -ή, -όο σχετικός με την εμμηνορραγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμμηνορραγικός — ή, ό (ιατρ.), ο σχετικός με την εμμηνορραγία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)